ρινγκ

ρινγκ
το, Ν
άκλ.
1. ειδική εξέδρα για την πραγματοποίηση αγώνων, ιδίως πυγμαχίας
2. (οικον.) προσωρινή συμφωνία μεταξύ παραγωγών ή εμπόρων ως προς τη διατιθέμενη ποσότητα τών προϊόντων τους, με στόχο τον καλύτερο έλεγχο τής αγοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ring].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λάρντνερ, Ρινγκ — (Ring Lardner, Νάιλς, Μίσιγκαν 1885 – Ιστ Χάμπτον, Νέα Υόρκη 1933). Αμερικανός συγγραφέας. Μεγάλωσε στους κόλπους μιας καλλιεργημένης εύπορης οικογένειας των μεσοδυτικών ΗΠΑ, αλλά η οικονομική της κατάρρευση τον εμπόδισε να ολοκληρώσει τις… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • καναβάτσο — και κανναβάτσο και καν(ν)αβάτσι, το (Μ καν[ν]αβάτσο[ν]) χοντρό ύφασμα από λινάρι, βαμπάκι ή ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή σακιών, ιστίων κ.λπ., καθώς και από τους ράπτες για την εσωτερική επένδυση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • Άλι, Μοχάμετ — (Muhammad Ali, Λούισβιλ, Κεντάκι, ΗΠΑ 1942 –). Αμερικανός πυγμάχος, ηγετική μορφή των αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Βαφτίστηκε χριστιανός με το όνομα Κάσιους Κλέι (Cassius Marcellus Clay) και ασχολήθηκε από μικρός με την πυγμαχία ως μοναδικό μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Χέμινγκουέι, Έρνεστ Μίλερ — (Hemingway, Oκ Παρκ, Ιλινόις, 1899 – Σαν Βάλι, Άινταχο 1961). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος γιατρού με πνευματικά ενδιαφέροντα και με αγάπη προς τη φύση, πέρασε τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στα περίχωρα του Σικάγου, με αλησμόνητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”